- οὐλόκρανος
- οὐλό-κρᾱνος, ον,A = οὐλοκάρηνος, Arr. Ind.6.9.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ουλόκρανος — οὐλὁκρανος, ον (Α) ουλοκάρηνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (II) «σγουρός» + κράνος (Ι) «στρογγυλό προστατευτικό κάλυμμα τού κεφαλιού»] … Dictionary of Greek
οὐλόκρανοι — οὐλόκρανος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)